- οικέτης
- οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης)μσν.μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης τής εκκλησίαςαρχ.1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῡ μελάθροις εἶχον οἰκέτην βίον», Ευρ.)3. προσωνυμία τού Απόλλωνος4. στον πληθ. οἱ οἰκέται- το υπηρετικό προσωπικό5. το θηλ. ἡ οἰκέτις και οἰκέτισσαη κυρία τού οίκου, η οικοδέσποινα («ὦ χαρίεσσα κόρα, τὸ μὲν οἰκέτις ἤδη», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. -έτης (πρβλ. αγρ-έτης, φυλ-έτης)].
Dictionary of Greek. 2013.